- ὀψαριοπωλεῖον
- ὀψᾰριοπωλ-εῖον, τό,A fish-shop,
τὰς ἐν τῷ ὀ. μαρμαρίνας τραπέζας CIG2930
([place name] Tralles).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς ἐν τῷ ὀ. μαρμαρίνας τραπέζας CIG2930
([place name] Tralles).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψαριοπωλείον — ὀψαριοπωλεῑον, τὸ (Α) [οψαριοπώλης] το ιχθυοπωλείο … Dictionary of Greek